αντιβολώ

αντιβολώ
ἀντιβολῶ (-έω) (AM)
παρακαλώ, ικετεύω
αρχ.
1. συναντώ κάποιον στη μάχη
2. είμαι παρών σε κάτι
3. λαμβάνω μέρος σε κάτι
4. (για πράγμα) πέφτω στον κλήρο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + βολέω < βόλος < βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀντιβολῶ — ἀντιβολέω meet pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντιβολέω meet pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιβολία — ἀντιβολία, η (Α) [αντιβολώ]. δέηση, ικεσία …   Dictionary of Greek

  • καταντιβολώ — καταντιβολῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιβολῶ «συναντώ ως ικέτης»] …   Dictionary of Greek

  • κατονίναμαι — (Α) λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι , ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσαντιβολώ — έω, Α ικετεύω κάποιον ακόμη πιο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντιβολῶ «παρακαλώ, ικετεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”